- συριγγώδεα
- συριγγώδηςlike a pipeneut nom/voc/acc pl (epic ionic)συριγγώδηςlike a pipemasc/fem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συριγγώδης — ες / συριγγώδης, ῶδες, ΝΑ [σῡριγξ, σύριγγος] 1. όμοιος με σύριγγα, με σωλήνα 2. ιατρ. όμοιος με συρίγγιο αρχ. (κατ επέκτ.) διάτρητος, εντελώς φθαρμένος («ὀστέα... συριγγώδεα», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek